Η Φολέγανδρος, με μεγαλείο φυσικού πλούτου και διατηρώντας ακέραιη τη φυσιογνωμία της, κεντά με ανεξίτηλα χρώματα το υφαντό των εμπειριών σου.

Για να νιώσεις την ενέργεια ενός τόπου πρέπει να αφεθείς. Να επικοινωνήσεις, να μοιραστείς και κατόπιν με πνεύμα ανοιχτό να γευθείς της γενναιόδωρης Αμάλθειας τους καρπούς. 

Ο Κυριάκος Σαχινίδης, ψηφιακός δημιουργός και δραστηριοποιούμενος στον τομέα της διαφήμισης, μοιράζεται τον χρόνο του ανάμεσα στο γραφικό χωριό Slawston του Market Harborough της Αγγλίας και των ταξιδιών του ανά την Ελλάδα, ξεναγώντας μας  στη Φολέγανδρο της καρδιάς του

Πάμε στη Φολέγανδρο φέτος? με ρώτησε ο σύντροφός μου. Αστείο μου ακούστηκε, γιατί για πολλά πολλά χρόνια θεωρούσαμε πως η Φολέγανδρος ήταν μια ακόμα Σαντορίνη. Κάτι που γενικά αποφεύγω είναι ο υπερβολικός τουρισμός. Δίστασα, αλλά απάντησα καταφατικά, γιατί ειδικά οι προκλήσεις στον τουρισμό με εξιτάρουν.

Ένα όμορφο τραγούδι και ένας φάρος στη Φολέγανδρο, έμελλαν να γίνουν οι λόγοι για τους οποίους καταλήξαμε εκείνο το χρόνο στο όμορφο αυτό νησί των Κυκλάδων. Στο σύμπλεγμα, ταξιδεύουμε ανελλιπώς από το 2005 μόνο Σεπτέμβρη και Ιούνη, όταν τα παιδιά είναι ακόμα στα σχολεία και ο τουρισμός υποφερτός. Έχουμε την πολυτέλεια και τη διάθεση.

Ο αρχαίος συγγραφέας Άρατος την ονόμασε «σιδηρά γη», εξαιτίας της τραχύτητας του εδάφους της. Αυτά διάβαζα στον τουριστικό οδηγό για την Φολέγανδρο, αλλά μάλλον αποκοιμήθηκα. Γιατί, ξαφνικά, η αεροσυνοδός με ξύπνησε για να δέσω τη ζώνη μου. Προσγειωνόμασταν σε μισή ώρα. Γρήγορα πέρασε.

Η πτήση έφτασε χαράματα, μετά τον έλεγχο διαβατηρίων με νυσταγμένα μάτια περιμέναμε στον ιμάντα. Όλες οι αποσκευές έφτασαν σώες (αν και άδειες - γιατί τις γεμίζουμε και επιστρέφουν με ελληνικά προϊόντα).

Βγήκαμε έξω. Ζέστη.

Και πήραμε το λεωφορείο για το λιμάνι του Πειραιά. Ευτυχώς, που το λιμάνι είναι η τελευταία στάση και δεν θα τη χάναμε, σκέφτηκα. Γιατί κοιμηθήκαμε. Και ξανακοιμηθήκαμε στους πάγκους αναμονής, όταν φτάσαμε στο λιμάνι στις 5.00 το πρωί.

Στις 06.30 ,όταν άνοιξε το γραφείο εισιτηρίων, παραλάβαμε τα εισιτήρια μας, πήραμε έναν γρήγορο καφέ. Το πλοίο άνοιξε για επιβίβαση και αφήσαμε τις άδειες βαλίτσες, εκεί όπου μας είπαν. Και ξανακοιμηθήκαμε στα καθίσματά μας. Ευτυχώς κατά τις 10.30 ξύπνησα, γιατί στα μεγάφωνα ακούστηκε το γνωστό: 

Επόμενη στάση: Φολέγανδρος

Και σιγά-σιγά, το πλοίο έκανε τη μανούβρα και αντικρίσαμε τον Καραβοστάση, το μικρούλι λιμάνι της Φολέγανδρου. Ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά. 

Η πρώτη εικόνα του λιμανιού μας καλωσορίζει στο νησί. Την είχαμε ξαναδεί, όταν επισκεφτήκαμε άλλα γειτονικά νησιά.

Μικρό λιμανάκι, με την κλασική πινακίδα και τη βαβούρα των ντόπιων με τον ερχομό του πλοίου για να εξυπηρετήσουν τους τουρίστες προς τη Χώρα. Όλοι ξέρουν τι ώρα και το όνομα του πλοίου.

Τις παλιές εποχές, Rooms to let? Rooms to let. Τώρα όλα κλεισμένα ήδη.

Το βανάκι των ενοικιαζομένων δωματίων μας περίμενε υπομονετικά για να μας μεταφέρει στα όμορφα δωμάτια. Η πρώτη μας εντύπωση? Μοναδική. Μια πανέμορφη χώρα, όπου δεν επιτρέπονται οχήματα. Όμορφοι, ανοιχτοί, φιλόξενοι άνθρωποι.

Μετά τα απαραίτητα διαδικαστικά και την ενοικίαση μηχανής, κατευθυνθήκαμε στην υπέροχη παραλία του Κατέργου. Πιο εναλλακτική, πιο ερημική, δίχως ίχνος οργάνωσης (τις παραλίες τις έφτιαξε ο Θεός χωρίς ομπρέλες) μετά από ποδαρόδρομο μιας ώρας σε βατό μονοπάτι από την Άνω Μεριά καταλήξαμε στην παραλίτσα. Ελάχιστος κόσμος. Ούτως ή άλλως είμαι μειοψηφία. Καλό είναι αυτό. 

Μετά από μια ολόκληρη μέρα κάτω από τον ήλιο με πολύ νερό, ελάχιστο φαγητό, παξιμάδια και τυρί και πολύ ύπνο στην πετσέτα μας πήραμε τον ποδαρόδρομο της επιστροφής.

Επόμενη στάση μας? Ο ναός της Παναγίας και το κάστρο. Είχα ακούσει τόσα πολλά. Και η πραγματικότητα ήταν ακόμα καλύτερη. 

Ο πανέμορφος, φωτογραφημένος, διάσημος, ναός και το φιδωτό μονοπάτι που σε οδηγεί σε αυτόν είναι από άλλο κόσμο. Σαν να θέλει να προσεγγίσεις τα θεία ανεβαίνοντας με τα σταθερά βήματά σου.

Κόσμος ανέβαινε για τη Δύση. Μικρό νησί είναι, ούτως ή άλλως. Ανεβήκαμε και εμείς.

Η θέα σου κόβει την ανάσα. Το ηλιοβασίλεμα με τη Μήλο και την Πολύαιγο στο πιάτο σου απίστευτο. Ήταν και καθαρή μέρα.

Η βραδιά συνεχίστηκε στο μοναδικό wine bar του νησιού, για ένα ποτήρι στα σκαστά και συζήτηση με τον εύθυμο ιδιοκτήτη. Καταλήξαμε στην πλατεία της Χώρας. Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσουν για την ομορφιά της, λευκή με πλατείες και πολλούς κοινόχρηστους χώρους. 

Κυκλάδες. 

Εκεί, παραγγείλαμε πρώτη φορά τα ματσάτα. Τα είχα ακούσει. Τα ζυμαρικά της Φολεγάνδρου, φτιαγμένα με αλεύρι, νερό και λάδι, φαρδιά σαν λιγκουίνι σερβίρονται με κρέας ή λαχανικά και δίνουν μια αινετική αίγλη στο νησί. Μια καταπληκτική γαστρονομική νότα.

Την ίδια ώρα, στην πλατεία χαζεύεις όλο το νησί να περνάει. Νομίζω όσοι είναι στο νησί (ή παρά πολλοί τέλος πάντων) περνούν για βόλτα. Σαν μια όμορφη παρέα.

Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε με μια καταπληκτική θέα στη Χώρα, λίγη γυμναστικούλα (προσέχουμε για να έχουμε) και γιαούρτι με μέλι από το νησί. 

Κατά τις 08.00 ξεκινήσαμε να περπατάμε στα στενάκια.

Για το σουρωτό είχα διαβάσει. Ένα μαλακό με απαλή υφή, τυρί, αλοιφώδες στη στρώση με δροσερή, ανάλαφρη και διακριτική πικάντικη γεύση. Φτιαγμένο από γάλα προβάτων και κατσικιών.

Δυστυχώς, εκείνη τη μέρα, το τυροκομείο του νησιού στον Πετούση ήταν κλειστό, όπως μας ενημέρωσε ο κύριος στο μπακάλικο (όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους), αλλά με πολλή χαρά μου έδωσε δικής του παραγωγής τυρί (κάθε οικογένεια στο νησί φτιάχνει το δικό της σουρωτό τυρί) και μου έδειξε τον τρόπο που το έφτιαχνε. Όμορφες εικόνες που δε θα ξεχάσω ποτέ.

Και έτσι, η ημέρα ξεκίνησε γλυκά με προορισμό τον φάρο της Φουρέιρα (ούπς, της Φολεγάνδρου εννοώ). Και περπατήσαμε. 

Πήραμε λαθεμένο μονοπάτι. 

Έτσι, γυρίσαμε πίσω και περπατήσαμε και πήραμε πάλι λαθεμένο δρόμο. Φτάσαμε, τελικά, στο Λιβαδάκι. Και πάλι, κανένα ίχνος οργάνωσης και πολιτισμού. Είδαμε και το διάσημο φάρο. Όλα καλά.

παραλία άρχισε να φέρνει κόσμο το μεσημεράκι. Απέπνεε χαλαρότητα, όμως - παραδόξως (σε αντίθεση με πολλά άλλα νησιά). Απογευματάκι προχωρήσαμε στο ναό των Αγίων Αναργύρων, όπου φτιάξαμε μόστρα με σουρωτό τυρί (που μας έδωσε ο κύριος το πρωί) και λαδάκι που είχαμε ήδη φέρει μαζί μας.  

Και έτσι σιγά-σιγά πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόμασταν πού θα πάμε για βραδινό. Ο ιδιοκτήτης των ενοικιαζομένων μας πρότεινε να κατεβούμε στην Αγκάλη, για να φάμε ψάρι και να χαζέψουμε τη φανταστική θέα από ψηλά προς την παραλία και τα βράχια. Η Φολέγανδρος μου έβγαζε έναν άλλον αέρα. Αέρα ενός νησιού που περιμένει να το ανακαλύψεις με θησαυρούς σε κάθε γωνιά.

Την τρίτη ημέρα, σταματήσαμε στην Άνω Μεριά. Την περνούσαμε, ούτως ή άλλως, κάθε μέρα, σχεδόν. Ο δεύτερος μεγαλύτερος - σε πληθυσμό - οικισμός. Εκεί όπου ζουν οι ντόπιοι, στο δυτικό άκρο του νησιού, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου.

Από τον 19ο αιώνα ήδη - αγρότες κυρίως είχαν κτίσει τα σπίτια τους. 

Το χωριό αποτελείται, ως σπίτι το πλείστον, από παλαιές αγροικίες («θεμωνιές») με τα χαρακτηριστικά «δεντρόσπιτα», κυκλικά κτίσματα για την προστασία των δέντρων (κυρίως της λεμονιάς) από τους δυνατούς ανέμους. Κατά τα άλλα, πολλές ξερολιθιές και σπίτια.

Χαζεύαμε και σταματήσαμε για έναν καφέ. Μου αρέσει να μιλάω και να ανακαλύπτω την αυθεντικότητα. Και μίλησα με τον ιδιοκτήτη του καφέ. Είναι και εύκολο. Ο Έλληνας από την Αγγλία με έναν Βρετανό. 

Μετά από το διάλειμμα για καφέ, συνεχίσαμε χαρούμενοι προς την παραλία Σερφιώτικο.

A beautiful small beach with crystal clear waters. Just 30 minutes on a paved path and we were there. I’ve done longer runs for less. The extensive network of trails creates unique experiences for enthusiasts.

Η παραλία ήταν άδεια και ως το απόγευμα - συνολικά κατέβηκαν 10 άτομα. Τίποτε. Η αίσθηση του νησιού παρέμενε τόσο χαλαρή με καλό κόσμο που αγαπάει να ανακαλύπτει και να εξερευνά. Ταξιδιώτες και όχι τουρίστες. Τον Σεπτέμβρη πάντα.

Αυτά σκεφτόμουν. Γιατί την επόμενη μέρα, το απογευματάκι το πλοίο της γραμμής θα μας πήγαινε στον επόμενο προορισμό. 

Το νησί μπορεί να μην έχει αμπέλια, αλλά έχει σωστούς και τεχνίτες οινοποιούς. Και έτσι το τελευταίο μας βράδυ, απολαύσαμε το δείπνο μας στο μοναδικό οινοποιείο του νησιού με δικά του κρασιά.

Η τέταρτη και τελευταία μέρα μας βρήκε με πρωινό κλασικό ξύπνημα, μάζεμα, ένα γρήγορο μπανάκι στην κοντινή - σχετικά - παραλία, Βορεινά, και επιστροφή στα διαμερίσματα για την τελευταία μυρωδιά του νησιού.

Ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης των ενοικιαζομένων προθυμοποιήθηκε να μας κατεβάσει στο λιμάνι το μεσημέρι. Με τις βαλίτσες μας έτοιμες γύρισα και αγνάντεψα για μια τελευταία φορά τον ναό της Παναγίας. Τόση ομορφιά, τέτοια μοναδικότητα. Και χάζευα όταν κατέβαινα στον Καραβοστάση. Και, ξέρετε, ασυνείδητα αποχαιρετούσα σημεία, ανθρώπους.

Στο λιμάνι φτάσαμε σε λίγα λεπτά. Ο σκοπός μας ήταν να φάμε γρήγορο μεσημεριανό σε μία από τις ταβέρνες του λιμανιού. Ένας ελληνικός καφές, μια μερίδα καλαμαράκια, και λίγο τζατζίκι. Αυτή ήταν η τελευταία μυρωδιά που μου άφησε η Φολέγανδρος.

Ένα νησί με όμορφους, χαλαρούς ανθρώπους. Με τέτοια ομορφιά ψυχής, που γίνονταν χαλί για να μας εξυπηρετήσουν.

  Ένα νησί με αμέτρητα, βατά μονοπάτια. Που σε καλούν να τα περπατήσεις για να ανακαλύψεις την πραγματική Φολέγανδρο.

Ένα νησί με φανταστικές παραλίες του νησιού. Και όποιος πει ότι η Φολέγανδρος δεν έχει όμορφες παραλίες, δεν ξέρει το νησί.

Και επειδή η γαστρονομία ενός τόπου είναι πολιτισμός. Τα τοπικά προϊόντα. Τα τυριά της Φολεγάνδρου, το υπέροχο μέλι, την κάπαρη. Τα μοναδικά ζυμαρικά, τα ματσάτα. Τα ελληνικά λιγκουίνι. Οι απλές γεύσεις, αλλά τόσο ζωντανές!

Πάνω από όλα, το νησί με εξέπληξε ευχάριστα. Ένα νησί που νόμιζα - λαθεμένα - ότι θα ήταν μια άλλη Σαντορίνη μου δώρισε τις πιο χαλαρές, αναπάντεχες διακοπές.

Η Φολέγανδρος, η σιδηρά κυρία, με γέμισε, με έκανε όμορφο άνθρωπο. Και ευχαριστώ τον φάρο της Ασπροπούντας, τον φάρο που επισκεφτήκαμε τη δεύτερη μέρα μας για το δώρο που μας έκανε η Φολέγανδρος.

Θα την ξαναεπισκεπτόμουν? Βεβαίως. Πάντα εκτός εποχής. Πάντα Σεπτέμβρη. Πάντα οι δυό μας. Πάντα στον φάρο.

error: Content is protected !!
elΕλληνικά